κεντοῦν

κεντοῦν
κεντάω
pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)
κεντάω
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic)
κεντέω
prick
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
κεντέω
prick
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
κεντόω
pres part act masc voc sg
κεντόω
pres part act neut nom/voc/acc sg
κεντόω
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — η 1. επίμηκες, λεπτό και μυτερό εργαλείο με τρύπα στο πάνω άκρο του, με το οποίο πλέκουν, ράβουν ή κεντούν, η ραφίδα: Για να ράψεις ένα κουμπί χρειάζεσαι κλωστή και βελόνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα, π.χ. καρφί, τα φύλλα των πεύκων κ.ά. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”